«Αν σκέφτεσαι να επιστρέψεις... υπάρχει το σχέδιο Εθελούσιας Επιστροφής», γράφει η μεγάλη αφίσα στο μετρό της Μαδρίτης, όπου ένας άνδρας με λατινοαμερικανικά χαρακτηριστικά ατενίζει προβληματισμένος το μέλλον. Αυτή και παρόμοιες αφίσες είχαν αναρτηθεί το 2008 σε πολυσύχναστους χώρους της ισπανικής πρωτεύουσας, προκειμένου να διαφημιστεί το πρόγραμμα εθελούσιων επιστροφών.
Αφορμή για την υιοθέτηση του προγράμματος ήταν η οικονομική κρίση που έπληξε πέρυσι τη χώρα, αφήνοντας –πλην των ημεδαπών– 165.000 μετανάστες άνεργους. Σύμφωνα με τον ισπανικό νόμο, οι άνεργοι λαμβάνουν για έξι μήνες το 70% και για άλλα δύο χρόνια το 60% του μισθού τους. Σε όσους αποφασίζουν να επιστρέψουν στη χώρα προέλευσης, δίνεται το 40% του συνολικού ποσού αρχικά και το υπόλοιπο 60% μόλις επιστρέψουν.
Ενώ, λοιπόν, στις αρχές του 2000 η Ε. Ε. διατυμπάνιζε τις ανάγκες της σε αλλοδαπό εργατικό δυναμικό –ανειδίκευτο και ειδικευμένο– από πέρυσι έχει αρχίσει να επεξεργάζεται προγράμματα για να επιστρέψουν στις χώρες προέλευσης χιλιάδες νόμιμοι μετανάστες, που είναι πλέον άνεργοι. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, μιλάμε για «εκούσιες» και «υποβοηθούμενες εκούσιες» επιστροφές, που έχουν ως προϋπόθεση τη νομιμότητα και περιλαμβάνουν οικονομική και συμβουλευτική υποστήριξη. Ομως, επί χρόνια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έδινε έμφαση στις «αναγκαστικές» και «υποβοηθούμενες υπό πίεση» επιστροφές, χωρίς να δίνει ιδιαίτερη σημασία στις «εθελούσιες».
Ηδη από τη Συνθήκη του Αμστερνταμ το 1997, η Ε. Ε. έχει θέσει ως στόχο τον αυστηρό έλεγχο των συνόρων, την απομάκρυνση των παρανόμως εισερχομένων και τη σύναψη συμφωνιών επανεισδοχής με κράτη προέλευσης. Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής εντάχθηκε η δημιουργία κοινών συστημάτων πληροφοριών για τον έλεγχο όσων εισέρχονται στην Ε. Ε. Πρόκειται για τα συστήματα: VIS (Visa Information System, σύστημα καταχώρισης εισόδου - εξόδου), ICONet (Δίκτυο Συντονισμού και Πληροφοριών) και SIS II (2η γενιά συστήματος Σένγκεν). Στο πλαίσιο της ίδιας πολιτικής, εντάσσονται οι επιστροφές προκειμένου να καταπολεμηθεί η παράνομη μετανάστευση και να απομακρυνθούν από την Ευρώπη οι αιτούντες άσυλο, των οποίων τα αιτήματα έχουν απορριφθεί. Το 2005, ένα χρόνο μετά τη σύνταξη του προγράμματος της Χάγης, υιοθετήθηκαν οι «είκοσι κατευθυντήριες αρχές σχετικά με την αναγκαστική επιστροφή» και αποφασίστηκε ότι δεν θα χρησιμοποιείται πλέον η λέξη «απέλαση» αλλά οι όροι «επιστροφή» και «επαναπατρισμός».
Μόνο σε ένα ανακοινωθέν της Ευρωπαϊκής Επιτροπής γίνεται μέχρι το Σεπτέμβριο του 2005 λόγος για «την επιστροφή μεταναστών που μπορεί να έχει σημαντική θετική επίπτωση στην ανάπτυξη των χωρών προέλευσης». Τελικά στην οδηγία –που η επεξεργασία της ξεκίνησε εκείνη τη χρονιά– δόθηκε λεκτική έμφαση στην εκούσια επιστροφή, που θα πρέπει να επιδιώκεται κατ’ αρχήν, και στη χρήση της ακούσιας απομάκρυνσης σε έσχατες περιπτώσεις. Σημαντικό ρόλο σε αυτή την προσχηματική μεταστροφή εικάζεται ότι έπαιξαν οι έντονες αντιδράσεις διεθνών οργανισμών υψηλού κύρους (όπως το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προσφύγων, η Υπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, η Κάριτας κ. ά.).
Στη χώρα μας εφαρμόστηκαν κάποια προγράμματα υποβοηθούμενης επιστροφής τα προηγούμενα χρόνια και έχουν γίνει κυρίως από τον Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης (ΔΟΜ). Ομως, τα προγράμματα αποδείχθηκαν περιορισμένης αποτελεσματικότητας. Οπως αναφέρεται δειγματοληπτικά στην έρευνα του υπ. Εσωτερικών, 20 Αφγανοί είχαν προσεγγίσει τον ΔΟΜ στο διάστημα Ιανουαρίου - Μαΐου 2006 ζητώντας βοήθεια για να επιστρέψουν. Τελικά επέστρεψαν 10 άτομα, τα οποία στο Αφγανιστάν υποδέχθηκε ο ΔΟΜ της Καμπούλ. Καθώς, λοιπόν, η Ελλάδα είναι κυρίως χώρα διέλευσης, είναι δύσκολο να επιτύχουν στη χώρα μας προγράμματα εθελούσιων επιστροφών.