H Τουρκία ανταποκρινόμενη στις απαιτήσεις και τις εξελίξεις του διεθνούς περιβάλλοντος, τα τελευταία χρόνια έχει αναπτύξει ένα νέο δόγμα εξωτερικής πολιτικής δίνοντας έμφαση στον περιφερειακό ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει. Με τη νέα, ανεξάρτητη προσέγγιση που ακολουθεί στην εξωτερική πολιτική, η Τουρκία έχει κάνει εμφανή τη φιλοδοξία της να θέσει η ίδια την πολιτική ατζέντα για τη δική της περιοχή. Σύμφωνα με τη νέα κυβέρνηση του ΑΚΡ και του αρχιτέκτονα του νέου δόγματος Αχμέτ Νταβούτογλου – ανώτατου σύμβουλου εξωτερικής πολιτικής και υπουργού Εξωτερικών από τον Μάιο του 2009 – η Τουρκία βρίσκεται στη μοναδική θέση να διαδραματίσει έναν εποικοδομητικό ρόλο στη διεθνή πολιτική, λόγω των αλληλοεπικαλυπτόμενων γεωπολιτικών γραμμών που ενώνουν Ευρώπη – Ασία και της πολιτιστικής συγγένειας της με τους ανατολικούς και νότιους γείτονες της Ε.Ε, καθώς και με την ίδια την Ε.Ε.
Η διάσταση της Τουρκίας ως ειρηνικής περιφερειακής δύναμης που μπορεί να εγγυηθεί την ασφάλεια και ανάπτυξη μιας ευρύτερης περιοχής, είναι κάτι το οποίο έχει καταφέρει να θεωρείται ως ορθόδοξη άποψη σε πολλές ευρωπαϊκές ελίτ και δεξαμενές σκέψης. Μάλιστα όλη αυτή η ρητορική είναι πλήρως διαχωρισμένη από τις υποχρεώσεις της Τουρκίας ως υποψήφιας για ένταξη χώρας καθώς και από την υποχρέωση της για σχέσεις καλής γειτονίας με την Ελλάδα.
Οι γεωπολιτικές εξελίξεις των τελευταίων ετών έχουν μετατοπίσει το στρατηγικό βάρος της Ευρώπης προς την περιοχή της Μέσης Ανατολής και του Ιράν, προς την περιοχή του Καυκάσου καθώς και στην ευρύτερη Μεσογειακή ζώνη. Γίνεται εμφανές πως η Τουρκία γεωγραφικά βρίσκεται στο κέντρο αυτών των εξελίξεων και οι αρμονικές σχέσεις Ε.Ε – Τουρκίας είναι απαραίτητες για την αντιμετώπιση τους.
Η σύγκρουση μεταξύ της Ρωσίας και της Γεωργίας το 2008 έφερε το Νότιο Καύκασο πίσω στη διεθνή ημερήσια διάταξη. Υπενθύμισε στις δυτικές χώρες ότι η περιοχή εξακολουθεί να είναι κέντρο άλυτων συγκρούσεων. Από την εποχή της ανεξαρτησίας των τριών κρατών του Νοτίου Καυκάσου -Αρμενίας, Αζερμπαϊτζάν και Γεωργίας μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991–-, η περιοχή έχει εμπλακεί σε διάφορες εδαφικές διαφορές, συμπεριλαμβανομένων του Ναγκόρνο-Καραμπάχ (μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν), την Αμπχαζία και τη Νότια Οσσετία (τόσο μεταξύ Γεωργίας και Ρωσίας).
Επιπλέον, οι σχέσεις μεταξύ Τουρκίας και Αρμενίας είναι προβληματικές, παρά την πρόσφατη «ποδοσφαιρική διπλωματία» των δυο χωρών. Προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα της περιοχής, πέρα από την Ε.Ε και το Eastern Partnership (EaP) και η Τουρκία ως περιφερειακός παράγοντας δίνει μια νέα ώθηση για την ενίσχυση της συνεργασίας. Η δέσμευση της Τουρκίας για την περιοχή αυτή πηγάζει από την συμμετοχή της στο Caucasus Stability and Cooperation Platform (CSCP), στο οποίο μετέχουν οι τρείς προηγούμενες χώρες του Καυκάσου και η Ρωσία.
Ενώ το πολιτικό σκηνικό μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο εμπόδισε την Τουρκία να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη Μέση Ανατολή για πολύ καιρό, σήμερα οι γεωπολιτικές σκοπιμότητες της Τουρκίας αλλάζουν. Η άρνηση της να υποστηρίξει ενεργά την Αμερικανική εισβολή στο Ιράκ το 2003 ήταν ένα από τα πρώτα σημαντικά μέτρα για να βγει από τη σκιά της ευρωατλαντικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή και μακροπρόθεσμα να εξελιχθεί σε μια απόφαση που έδωσε ειδικό βάρος και περισσότερο σεβασμό στον ρόλο της Τουρκίας στην περιοχή. Ιδιαίτερα από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, οι σχέσεις της Τουρκίας με τις χώρες της περιοχής έχουν επαναπροσδιοριστεί.
Τα τελευταία χρόνια η Τουρκία έχει διαδραματίσει ενεργό ρόλο στη διαμεσολάβηση μεταξύ αντιμαχομένων μερών της Μέσης Ανατολής όπως η προσφορά της για διαμεσολάβηση μεταξύ των ΗΠΑ και του Ιράν, η πρωτοβουλία της για την σταθεροποίηση του Ιράκ καθώς και για την ανάπτυξη απευθείας συνομιλιών μεταξύ Συρίας και Ισραήλ αλλά και για την συμφιλίωση των παλαιστινιακών οργανώσεων.
Η Τουρκία ακολουθεί την δική της αυτόνομη εξωτερική πολιτική στην περιοχή όπως με την Συρία όπου τα τελευταία 10 χρόνια παρατηρείται μια σταθερή βελτίωση των μεταξύ τους σχέσεων. Άλλο χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι οι Τούρκο- Ισραηλινές σχέσεις που εντάθηκαν τη δεκαετία του 1990 με διάφορες οικονομικές, στρατιωτικές και εκπαιδευτικές συνθήκες που έχουν υπογραφεί μεταξύ των δύο κρατών και οι οποίες παραμένουν επίκαιρες παρά τις πρόσφατες «παρεξηγήσεις» μεταξύ των δυο κρατών. Η στρατηγική εταιρική σχέση των δυο κρατών βασίζεται στην αντίληψη του «κοινού εχθρού» (Συρία, Ιράκ ή Ιράν) ενώ ο διπλωματικός ελιγμός της Τουρκίας της έχει επιτρέψει να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στον καθορισμό της έναρξης των απευθείας συνομιλιών μεταξύ Συρίας και Ισραήλ, καθώς και να ενεργεί ως μεσολαβητής στις συνομιλίες για τα υψίπεδα του Γκολάν.
Η ειδική στρατηγική σχέση με το Ισραήλ αύξησε το ειδικό βάρος της χώρας, η οποία τα τελευταία χρόνια σε επίπεδο ρητορικής τουλάχιστον αποστασιοποιείται από το Ισραήλ, παρουσιάζοντας τον εαυτό της ως «προστάτη» των μουσουλμανικών πληθυσμών. Με τις κινήσεις αυτές η Τουρκία θέλει να κάνει άνοιγμα προς τις χώρες της Μέσης Ανατολής, από τις οποίες μπορεί να ωφεληθεί ποικιλοτρόπως αλλά και να παρουσιαστεί με ενισχυμένο διπλωματικό κύρος έναντι των ΗΠΑ αλλά και της Ε.Ε, στην οποία θέλει να καταδείξει πως είναι απαραίτητη για την ανατολική και νότια γειτονιά της.
Πρόκειται για ένα νέο υπόδειγμα εξωτερικής πολιτικής που ακολουθεί η Τουρκία ανεξάρτητα από τις ΗΠΑ και την Ε.Ε και απευθύνεται σε πολλαπλούς παράγοντες της περιοχής. Αυτή η νέα πολυδιάστατη προσέγγιση πολιτικής θα μπορούσε να αποδοθεί στην απογοήτευση της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, τον παραδοσιακό δυτικό της σύμμαχο. Η αρνητική (ή ακόμα και προσβλητική για ορισμένους) γλώσσα που χρησιμοποιείται όσον αφορά τις φιλοδοξίες της Τουρκίας προς την πλήρη ένταξη στην Ε.Ε από ορισμένα από τα κράτη μέλη της Ένωσης, έχουν υπονομεύσει την πεποίθησή του τουρκικού κοινού προς την αξιοπιστία της διαδικασίας ένταξης. Σήμερα δεν είναι η ιδεολογία που οδηγεί την Τουρκία να επιλέξει μια πολυδιάστατη προσέγγιση, αλλά μάλλον η γεωπολιτική αναγκαιότητα.
Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η αυξανόμενη γεωπολιτική σημασία της Τουρκίας,την οδηγεί σε μείωση του στρατηγικού ενδιαφέροντος της προς την ενταξιακή διαδικασία της Ε.Ε. Ωστόσο το καθεστώς της ως υποψήφιας χώρας σε συνδυασμό με τον αυξημένο περιφερειακό της ρόλο σε διεθνές επίπεδο μπορεί να εντείνει και πάλι το ενδιαφέρον της Ένωσης. Η γεωγραφική θέση και η στρατηγική προοπτική της Τουρκίας μπορούν να αυξήσουν περαιτέρω την ελκυστικότητά της για τους δυτικούς εταίρους της και να κάμψει ορισμένες αντιδράσεις του παρελθόντος.
Οι πρόσφατες εξελίξεις στις γειτονικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης της αυξανόμενης σημασίας του ενεργειακού εφοδιασμού και των οδών διέλευσης, άνοιξαν το δρόμο για μια νέα αντίληψη της Τουρκίας ως σημαντικού στρατηγικού παίκτη.
Στο σημείο αυτό όμως γεννιέται ένα σημαντικό ζήτημα για την Ελληνική εξωτερική πολιτική, στην οποία δεν έχουμε αναφερθεί μέχρι στιγμής διότι δεν διαδραμάτισε κανένα σημαντικό ρόλο στις παραπάνω εξελίξεις. Υπάρχει πλέον αμεσότερος ο κίνδυνος η Τουρκία, λόγω του νέου ενισχυμένου περιφερειακού ρόλου που έχει αναλάβει, να παρουσιαστεί ενισχυμένη και σε θέση ισχύος στην ενταξιακή διαδικασία, θέτοντας δικά της χρονοδιαγράμματα αλλά και απαιτήσεις. Επίσης δεν έχει εξεταστεί το σενάριο μιας ειδικής σχέσης με την Ε.Ε όπου (πέρα από την εναλλακτική πολιτική που πρέπει να έχει η Ελλάδα σε περίπτωση εκτροχιασμού της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας) η Τουρκία θα κατέχει προνομιακό ρόλο με ενισχυμένες δυνατότητες και χωρίς τους περιορισμούς των ευρωπαϊκών κριτηρίων.
Υπάρχει δηλαδή η περίπτωση μιας ειδικής σχέσης Τουρκίας – Ε.Ε με την πρώτη να παρουσιάζεται ως μια ισχυρή περιφερειακή δύναμη, απαραίτητη για την επίλυση των θεμάτων της ευρύτερης Νοτιοανατολικής Ευρώπης, των ανατολικών και νότιων «γειτονιών» της Ευρώπης αλλά και της Ανατολικής Μεσογείου. Σε όλη αυτή την εξέλιξη η Τουρκία παρουσιάζεται ως μια χώρα που προσπαθεί να κλείσει όλα τα μέτωπα και να διατηρεί φιλικές και αρμονικές σχέσεις με τις γειτονικές της χώρες, (πρόσφατο παράδειγμα η Αρμενία) με μοναδική εκκρεμότητα την επίλυση του Κυπριακού ζητήματος, το οποίο όμως έχει δρομολογηθεί και αναμένονται εξελίξεις στο σύντομο μέλλον. Σε όλα τα διεθνή φόρουμ υπάρχει η εικόνα μιας ύφεσης των σχέσεων Ελλάδος- Τουρκίας, ενώ η χώρα μας παρουσιάζεται να μην έχει κάποια συγκεκριμένη απαίτηση έναντι της Τουρκίας αλλά να αρκείται σε γενικόλογες απαιτήσεις που άπτονται των ενταξιακών υποχρεώσεων της Τουρκίας προς την Ε.Ε, όπως οι θρησκευτικές ελευθερίες.
Στην παρούσα χρονική περίοδο η Ευρώπη, για να επιτύχει τον στόχο της για ειρήνη και σταθερότητα στην περιοχή, πρέπει να έχει αρμονική συνεργασία με σημαντικούς δρώντες στην περιφέρεια της, όπως η Τουρκία και η Ρωσία. Η Τουρκία έχει αντιληφθεί αυτόν της το ρόλο και προσπαθεί να εμφανισθεί ως μια δύναμη σταθερότητας με σημαντική επιρροή στην ευρύτερη περιοχή της. Μάλιστα πολλοί αναλυτές παρομοιάζουν την Τουρκία ως το «είδωλο» της Ρωσίας στην Νότιο-Ανατολική Ευρώπη, δηλαδή ως μιας χώρας με παραδοσιακά ισχυρή θέση στην περιοχή της Νότιο-Ανατολικής Ευρώπης. Αρκεί να αναλογιστούμε πώς παρουσιάζεται η Τουρκία σε πολλές ευρωπαϊκές δεξαμενές σκέψεις: Ως υποψήφια χώρα για ένταξη στην Ε.Ε, με την οποία η Ευρώπη μοιράζεται μια ευρύτερη «γειτονία» στα Βαλκάνια, το νότιο Καύκασο και τη Μεσογειακή λεκάνη. Όλα αυτά συνιστούν την εικόνα ενός σημαντικού στρατηγικού εταίρου, ο οποίος μπορεί να ενεργήσει ως συμπληρωματική γέφυρα μεταξύ Ε.Ε και νοτίου Καυκάσου, καθώς και ως συμπληρωματική γέφυρα μεταξύ Ε.Ε και Μέσης Ανατολής.
Η αντιμετώπιση της Τουρκίας ως ενός σημαντικού στρατηγικού εταίρου για την Ευρωπαϊκή Ένωση, πρέπει να ενεργοποιήσει τις πολιτικές δυνάμεις της χώρας μας, οι οποίες αντιλαμβάνονται στο σύνολο τους τον γείτονα αποκλειστικά με την κοντόφθαλμή οπτική της ενταξιακής διαδικασίας. Χωρίς να εισέλθουμε αυτή τη στιγμή σε λεπτομέρειες, θα απαιτηθεί ένα σχέδιο αντιμετώπισης των εξελίξεων όταν οδηγηθούμε, ίσως, ως Ευρωπαϊκή Ένωση σε μια ειδική προνομιακή σχέση με την Τουρκία. Για την αντιμετώπιση των σημαντικότατων αυτών προκλήσεων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, αναγκαία είναι μια διακομματική προσέγγιση του θέματος με την συμμετοχή ειδικών της ελληνικής ακαδημαϊκής και διπλωματικής κοινότητας, οι οποίοι δυστυχώς δεν χρησιμοποιήθηκαν όπως έπρεπε μέχρι σήμερα από την εκάστοτε ηγεσία του ελληνικού υπουργείου εξωτερικών.
*ο Δημήτρης Κάζης είναι Διεθνολόγος και Αντιπρόεδρος του Κέντρου Διεθνούς Πολιτικής Θεσσαλονίκης (CIPT)”
Από το www.antinews.gr