Η αλήθεια για τις νέες ρυθμίσεις

Του Ανδρεα Tακη*


Έντονες αλλά απόλυτα αναμενόμενες είναι οι αντιδράσεις, που προκαλεί η πρόσφατη νομοθετική πρωτοβουλία του υπουργού Εσωτερικών για την πολιτική συμμετοχή των μεταναστών, εκ μέρους ακραίων παραγόντων της πολιτικής μας ζωής που διεκδικούν το μονοπώλιο του πατριωτισμού στη χώρα. Λιγότερο αναμενόμενη ήταν η καθολικά απορριπτική στάση που επέλεξε τελικά το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Και αυτό επειδή ακριβώς οι αρχικές δηλώσεις του νέου προέδρου της, κατά τη συζήτηση ιδίως του προϋπολογισμού, είχαν ένα τόνο επιφυλακτικό μεν αλλά κριτικά εποικοδομητικό.
Θα ήταν καταρχήν σκόπιμο να αντιπαρέλθει κανείς καταστροφολογικές «προφητείες» και συνωμοσιολογικές κοινοτοπίες περί αλλοίωσης της εθνικής μας υπόστασης κ.ο.κ. που διαδίδουν τα φλύαρα ιστολόγια των εξ επαγγέλματος «ανησυχούντων» περί τα εθνικά. Είναι ωστόσο απογοητευτικό να συναντά κατά κόρον κανείς στον λόγο σοβαρών αντιπολιτευομένων παραγόντων και εγκύρων κατά τα λοιπά σχολιαστών επιχειρήματα ανάλογα με αυτά που επικαλείται ο εγχώριος υπερπατριωτισμός προς στήριξη της φοβικής συνθηματολογίας του.
Διαδίδεται έτσι επίμονα ότι οι ρυθμίσεις αποσκοπούν να επιλύσουν το μεταναστευτικό της χώρας και να προσπορίσουν μικροκομματικά οφέλη στην κυβέρνηση νομιμοποιώντας αθρόα τους «παράνομους» μετανάστες, ιδίως μέσω της χορήγησης ιθαγένειας στα παιδιά τους ή, ακόμη χειρότερα, «ελληνοποιώντας» τους μαζικά με διαδικασίες διοικητικού αυτοματισμού. Είναι πράγματι πολύ δύσκολο να πείσει κανείς για τις προθέσεις ενός νομοθετικού προσχεδίου όσους φαίνονται να έχουν προαποφασίσει –χωρίς ίσως να το έχουν καν διαβάσει– ότι το περιεχόμενό του είναι άλλο από αυτό που ρητά διατυπώνεται στις διατάξεις του, ότι δηλαδή, αποτελεί ρύθμιση των όρων υπό τους οποίους οι μετανάστες που ήδη μένουν νόμιμα και μακροχρόνια στην Ελλάδα και τα παιδιά τους μπορούν να αποκτήσουν την ελληνική ιθαγένεια. Παρά τα μυθεύματα που κυκλοφορούν, αρκεί η καλόπιστη και στοιχειωδώς προσεκτική ανάγνωση των οικείων διατάξεων για να αντιληφθεί κανείς ότι η όλη ρύθμιση στηρίζεται στην αμετακίνητη απόφαση να επιφυλάσσεται η δυνατότητα συμμετοχής στην πολιτική ζωή της χώρας –αρχικά με την ψήφο στις δημοτικές εκλογές και, εν συνεχεία, με τη δυνατότητα κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας– αποκλειστικά και μόνον σε μετανάστες που διαθέτουν νόμιμη και μακροχρόνια διαμονή στην Ελλάδα και στα παιδιά τους.
Εντελώς αστήρικτη είναι η καλλιεργούμενη εντύπωση ότι διευκολύνεται η παράνομη είσοδος αλλοδαπών προκειμένου γεννώντας εδώ τα παιδιά τους αυτά να αποκτήσουν ελληνική ιθαγένεια και οι ίδιοι νόμιμη παραμονή. Οι σχετικές διατάξεις, αν βέβαια μπει κανείς στον κόπο να τις διαβάσει, τονίζουν με κάθε έμφαση ότι μόνον αν και οι δύο γονείς (των μονογονεϊκών οικογενειών εξαιρουμένων) διαμένουν ήδη νόμιμα μπορεί να πάρει το παιδί την ιθαγένεια με δήλωσή τους. Σε όσες δε περιπτώσεις την ιθαγένεια την παίρνει το παιδί με δική του δήλωση, αυτό μπορεί να το κάνει αν ενηλικιώνεται ενώ κατοικεί μόνιμα και νόμιμα στην Ελλάδα, ώστε και παράνομος να είναι κάποιος γονιός του να μην μπορεί να νομιμοποιηθεί ως γονέας ανηλίκου ημεδαπού. Οσο και αν αυτό μπορεί να απογοητεύει κάποιους, κανείς «παράνομος» αλλοδαπός δεν «νομιμοποιείται» έτσι, άμεσα ή έμμεσα.
Την πλάνη και την ανησυχία όμως καλλιεργεί ιδιαίτερα ο ισχυρισμός ότι η χώρα μας με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις επιλέγει το πιο ακραίο και «χαλαρό» μοντέλο απονομής της ιθαγένειας μεταξύ των Ευρωπαίων εταίρων της, κινδυνεύοντας έτσι, λόγω και της γεωπολιτικής της θέσης, να γίνει «κράχτης» για τα επερχόμενα στίφη «παρανόμων» μεταναστών. Καταρχάς η προτεινόμενη ρύθμιση αφορά αποκλειστικά όσους είναι ήδη εδώ νόμιμα και μακροχρόνια και όχι όσους τυχόν πρόκειται να έλθουν. Οι τελευταίοι αντιμετωπίζονται με τον έλεγχο στην είσοδο. Το να καθιστά όμως κανείς όσους ήδη ζουν εδώ ζωντανά αντικίνητρα ή αναχωματικούς σάκους, καθηλώνοντάς τους ες αεί στο κοινωνικό περιθώριο της επισφάλειας δεν φαίνεται να συνάδει με τη θεμελιώδη δέσμευση της δημοκρατίας μας να σέβεται την αξία του ανθρώπου.
Παραπλανούν όμως τα περί συγκριτικής «χαλαρότητας» γιατί εστιάζουν αποκλειστικά στην επιχειρούμενη μείωση του χρόνου προηγούμενης νόμιμης παραμονής που απαιτείται για την υποβολή αίτησης πολιτογράφησης. Δημιουργούν έτσι την εντύπωση ότι η πολιτογράφηση διενεργείται λίγο πολύ αυτόματα με την απλή πάροδο του συγκεκριμένου χρόνου, αποσιωπώντας πλήρως ότι σε αντίθεση με το τι συμβαίνει στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες όπου η πολιτογράφηση είναι πράγματι λίγο πολύ αυτόματη, (α) η πενταετής νόμιμη παραμονή δίνει μόνον δικαίωμα υποβολής αίτησης και όχι ιθαγένεια (β) η πολιτογράφηση διενεργείται μόνον εξατομικευμένα και κατόπιν διεξοδικής έρευνας, που μπορεί να διαρκέσει έως και δύο χρόνια, και μόνον (γ) εφόσον συντρέχουν σειρά κριτηρίων, πιο απαιτητικών και εξειδικευμένων από την απλή διερεύνηση του «ήθους και της προσωπικότητας» του ισχύοντος κώδικα, διασφαλίζοντας (δ) ότι όσοι πολιτογραφούνται Ελληνες θα έχουν πραγματικά πλήρως ενταχθεί και σε θέση να ασκήσουν σοβαρά τα δικαιώματα του πολίτη.

* Ο κ. Ανδρέας Τάκης είναι γενικός γραμματέας Μεταναστευτικής Πολιτικής.

Καθημερινή, 17-1-2010