Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ζήτησε χθες από την Τουρκία να καταργήσει την αναγραφή του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες διότι αντιβαίνει στην αρχή της ανεξιθρησκίας, σύμφωνα με την οποία τα θρησκευτικά πιστεύω των πολιτών αποτελούν ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα.
Η υπόθεση διχάζει την Τουρκία, μια χώρα με ισλαμικών καταβολών κυβέρνηση αλλά κεμαλικών καταβολών καθεστωτική αντίληψη. Το καθεστώς επιδιώκει την πάταξη του «εσωτερικού εχθρού», όρος ο οποίος συχνά χρησιμοποιείται (και) για τις θρησκευτικές μειονότητες όπως οι αλεβίτες μουσουλμάνοι και οι χριστιανοί.
Παραδόξως όμως όλα ξεκίνησαν από έναν θρησκευόμενο άνθρωπο, τον πιστό αλεβίτη Σινάν Ισίκ, ο οποίος το 2004 προσέφυγε στο Στρασβούργο κατά του τουρκικού κράτους επειδή οι αρμόδιες υπηρεσίες αρνήθηκαν την αναγραφή του θρησκεύματός του στο δελτίο ταυτότητάς του. Ο κ. Ισίκ επέμενε να αναγραφεί ο όρος «αλεβιτισμός» και όχι ο (συνήθης για τους πλειοψηφούντες τούρκους σουνίτες) όρος «ισλάμ». Ο αλεβιτισμός είναι ένα σιιτικό δόγμα το οποίο περιλαμβάνει πολλές δοξασίες του σουφισμού και λατρειών που υπήρχαν στη Μικρά Ασία πριν από την εξάπλωση των τουρκικών φύλων.
Το δικαστήριο τον δικαίωσε, αλλά έκανε ένα βήμα επιπλέον: θεώρησε ότι το σωστό δεν είναι η αναγραφή όποιας θρησκείας επιθυμεί ο καθένας, αλλά η μη αναγραφή της. «Και μόνον να φέρει κάποιος μια ταυτότητα που έχει την κατηγορία “θρήσκευμα” κενή, αναγκάζει τον ενδιαφερόμενο να αποκαλύψει, ενώ δεν το επιθυμεί, μια πληροφορία σχετική με μια πτυχή της θρησκείας του ή των βαθύτερων πεποιθήσεών του» αναφέρεται στην απόφαση.
Η πλήρης κατάργηση της αναγραφής του θρησκεύματος από τις τουρκικές ταυτότητες θα είναι η «καταλληλότερη επανόρθωση» για την παραβίαση των δικαιωμάτων του κ. Ισίκ και θα συμβάλει στην αποτροπή ανάλογων προβλημάτων στο μέλλον. Το βασικό επιχείρημα του ενάγοντος ήταν ότι αναγκάστηκε να αποκαλύψει την πίστη του λόγω της υποχρεωτικής αναφοράς του θρησκεύματος στην ταυτότητά του.
Το επιχείρημα της Τουρκίας ήταν ότι το 2006 η κατάσταση άλλαξε. Ναι μεν δεν καταργήθηκε η ένδειξη «θρήσκευμα», καθιερώθηκε όμως η ανοχή και ο καθένας μπορεί να γράψει ό,τι θέλει ή να μη γράψει τίποτε.
Ωστόσο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι αυτό δεν είναι αρκετό. «Η παραβίαση προκύπτει από την ίδια την αναφορά του θρησκεύματος, είτε η συμπλήρωση του συγκεκριμένου πεδίου είναι υποχρεωτική είτε όχι, στις ταυτότητες» τονίζεται στο σκεπτικό της απόφασης που ελήφθη με έξι ψήφους υπέρ και μία κατά.
Σε μια δεύτερη υπόθεση, πάλι σχετικά με τα δελτία ταυτότητας στην Τουρκία, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων απέρριψε την αγωγή οκτώ Κούρδων, τούρκων υπηκόων, που ζητούσαν να χρησιμοποιούνται στην αναγραφή του ονόματός τους στο δελτίο και χαρακτήρες που δεν περιλαμβάνονται στο τυπικό τουρκικό αλφάβητο και συγκεκριμένα τα γράμματα «q», «w» και «x». Ο Κεμάλ Τακσίν, ένας από τους ενάγοντες, διεκδικούσε το δικαίωμα να αλλάξει το μικρό του όνομα σε «Dilxwaz» που στα κουρδικά σημαίνει «Ποθητός». Το δικαστήριο απεφάνθη ωστόσο ότι οι ενάγοντες έχουν μεν κάθε δικαίωμα να χρησιμοποιούν κουρδικά ονόματα της αρεσκείας τους, πλην όμως οφείλουν να τα προσαρμόζουν στο αλφάβητο της επίσημης γλώσσας κάθε κράτους, για πρακτικούς λόγους «διοικητικής τάξης».